- παραπαφίσκω
- Α1. εξαπατώ, αποπλανώ2. παρακινώ κάποιον να κάνει κάτι με πανουργία ή δόλο3. θέλγω, γοητεύω.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + ἀπαφίσκω «απατώ, εμπαίζω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παρήπαφον — παραπαφίσκω mislead aor ind act 3rd pl (attic epic ionic) παραπαφίσκω mislead aor ind act 1st sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρηπάφησας — παραπαφίσκω mislead aor ind act 2nd sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρήπαφε — παραπαφίσκω mislead aor ind act 3rd sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρήπαφεν — παραπαφίσκω mislead aor ind act 3rd sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρήπαφες — παραπαφίσκω mislead aor ind act 2nd sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)